φιλεταιρίς

φιλεταιρίς
-ίδος, ἡ, Α
1. φιλεταίριον*
2. το φυτό ράμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φιλεταίριος () που εμφανίζει επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”